Τρίτη 12 Αυγούστου 2014

A mere Bagatelle

     Έσυρε πάλι εκείνες τις μπορντό αρβύλες μέχρι την στάση. Θα ερχόταν το λεωφορείο άραγε στην ώρα του? Έβγαλε να βάλει το κραγιόν της. Μπορντό κι αυτό για να ταιριάζει με τις αρβύλες, της άρεσε αυτό. Άναψε το τσιγάρο της και πασαλείφτηκε με το κραγιόν "Γαμώ το" ψιθύρισε. Πήρε το λεωφορείο για Πειραιά, σχεδόν άδειο. 12 Αυγούστου ήταν, δεν είχε μείνει καθόλου κόσμος στην Αθήνα.
      Μπήκε τρέχοντας στο τρένο. Κάθισε και έβγαλε το βιβλίο της. Το αγόρασε πριν τρεις μέρες και σχεδόν το τελείωνε. Έφτασε γρήγορα στην Ομόνοια. Περπάτησε την Πατησίων και έφτασε στην Κάνιγγος, Θεμιστοκλέους και μετά Μεσολογγίου.
      Ένας καφές και έντεκα τσιγάρα μετά και σκεφτόταν να ξεκινήσει πάλι συνεδρίες. "Δεν αντέχω άλλο σου λέω" είπε "Πότε θα φύγω, να μην έχω ανάγκη κανέναν;". Από μέσα της έκλαιγε. Σαν να αισθάνθηκε ότι δε θα έφευγε ποτέ. 
        Πήρε τον δρόμο του γυρισμού, πάλι τρένο, πάλι λεωφορείο, πάλι πίσω. Εκεί που δεν ήθελε να γυρίσει. Εκεί που πέρασε ένα μαρτυρικό βράδυ-και καθόλου δεν της άξιζε αυτό-αλλά είχε κακό προαίσθημα όλη μέρα. Η ανάσα βαριά και τα δάκρυα ποτάμι. Να δεις που αύριο θα είναι χειρότερα τα πράγματα.


       



Τρίτη 17 Ιουνίου 2014

Η ματαιότητα

Τι θα μείνει λοιπόν από αυτήν την ρημαγμένη γενιά;
Για να μείνει κάτι θα πρέπει να υπήρξε πρώτα.

Πασχίζουν για την επιβίωση. Με νύχια και με δόντια.
Ουρλιάζουν-όπως γαβγίζει ένα σκυλί τα μεσάνυχτα.
Οι φωνές ένα σύννεφο που ακολουθεί τον καθένα.
Δε το παρατηρεί κανείς όμως. Είναι εκεί, υπάρχει.
Αλλά για να το δουν πρέπει να τους το δείξουν.

Τι θα απομείνει από αυτούς;
Γυμνά κόκαλα και μετά στάχτη.
Και όλος αυτός ο σπαραγμός για μια καλύτερη ζωή.
Μια ζωή που δε θα έχουν ίσως και ποτέ.

Σε κάθε ανάσα η αποσύνθεση.
Η ματαιότητα.